Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοκίμασον — δοκιμάζω assay aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείχισον — Α (κατά τον Ησύχ.) «δοκίμασον» … Dictionary of Greek